- -θα
- -θα (Α)αχώριστο καταληκτικό μόριο επιρρηματικών τύπων («ἔνθα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότατο επίθημα που απαντά και στο τοπικό επίρρ. *ι-θα «εδώ», το οποίο εμφανίζεται ως α' συνθετικό τού ιθα-γενής και συνδέεται με το αρχ. ινδ. iha, το πρακριτικό idha και το αβεστ. iδa, όλα με την ίδια σημασία. Το επίθημα -θα απαντά σε επιρρ. τοπικά και χρονικά (πρβλ. ενταύθα, πρόσθα), τα οποία όμως χρησιμοποιούνται πολλές φορές και ως αναφορικά (πρβλ. ένθα)].
Dictionary of Greek. 2013.